καταυθαδίζω

καταυθαδίζω
καταυθαδίζω, μέσ. -ίζομαι και -ιάζομαι (AM)
1. ενεργ. είμαι αυθάδης, ισχυρογνώμων, μιλώ ή ενεργώ με αυθάδεια ή περιφρόνηση εναντίον κάποιου
2. (ενεργ. και μέσ.) προκαλώ, περιφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + αὐθαδίζω (< αὐθάδης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταυθαδίζω — act pres subj act 1st sg καταυθαδίζω act pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταυθαδίζῃ — καταυθαδίζω act pres subj mp 2nd sg καταυθαδίζω act pres ind mp 2nd sg καταυθαδίζω act pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταυθαδιζομένους — καταυθαδίζω act pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταυθαδισαμένου — καταυθαδίζω act aor part mid masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”