- καταυθαδίζω
- καταυθαδίζω, μέσ. -ίζομαι και -ιάζομαι (AM)1. ενεργ. είμαι αυθάδης, ισχυρογνώμων, μιλώ ή ενεργώ με αυθάδεια ή περιφρόνηση εναντίον κάποιου2. (ενεργ. και μέσ.) προκαλώ, περιφρονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + αὐθαδίζω (< αὐθάδης)].
Dictionary of Greek. 2013.